Τι σημασία έχει αν είσαι μάνα της κοιλιάς ή μάνα της καρδιάς. Η μάνα είναι πάντα μάνα!
Εκείνη την ιερή στιγμή της γέννησης όπου δεν υπάρχει διαχωρισμός… που όλα είναι ένα… ίδια λαχτάρα, ίδια αγωνία, ίδια καρδιοχτύπια…
Εκείνη την ιερή στιγμή της γέννησης όπου δυο σώματα κινούνται σαν ένα, δυο καρδιές χτυπάνε σαν μία, δυο ψυχές ετοιμάζονται να βρεθούν η μια μέσα στην αγκαλιά της άλλης για να γίνουν πάλι ένα σε ένα διαφορετικό “σύμπαν”…
Εκείνη την ιερή στιγμή της γέννησης που γεμίζεις θεό… γεννάς θεό… αναπνέεις θεό…
Ιερότητα… Πληρότητα… Ευγνωμοσύνη…
Ευλογημένες όσες γυναίκες έχουν βιώσει αυτή την ιερή στιγμή. Και διπλά ευλογημένες όσες αποφασίζουν συνειδητά να γίνουν μητέρες και αγκαλιάζουν ένα παιδί στερημένο από αγάπη, φροντίδα, στοργή…
Ένα παιδί που έχει διαφορετικό αίμα, διαφορετικό D.N.A μα ίδια ποιότητα ψυχής…
Που μπορεί να μην βγήκε από την κοιλιά τους μα είναι λες και ήταν από πάντα κομμάτι της καρδιάς τους…
Τι σημασία έχει άλλωστε, με τον ίδιο τρόπο ανοίγει η καρδιά τους όταν τα βλέπουν να γελάνε, να περπατάνε, να ανοίγουν τα χεράκια τους φωνάζοντας μαμά…
Με τον ίδιο τρόπο ιδρώνουν στον πυρετό τους, πονάνε στο κλάμα τους, ματώνουν στα χτυπήματα τους…
Και δεν έχει καμιά σημασία αν είσαι μάνα της κοιλιάς ή μάνα της καρδιάς…
Η μάνα είναι πάντα μάνα…
Εκείνη την ιερή στιγμή της γέννησης…
Η ιστορία που ακολουθεί είναι μια βιωματική εμπειρία από συνεδρία μου στην Νεο-κρανιοιερή θεραπεία όπου ξαναβίωσα τη γέννησή μου.
Την αφιερώνω με πολύ αγάπη στην δική μου μαμά και στα παιδιά μου, με ευγνωμοσύνη για όλες εκείνες τις “θεϊκές” στιγμές που έζησα μαζί τους, άλλα και σε όλες τις “μανούλες” του κόσμου…
Ήταν σκοτάδι παντού. Δεν μπορούσα να διακρίνω τίποτα. Όμως δεν μου προκαλούσε δυσαρέσκεια ούτε με φόβιζε η κατάσταση αυτή. Κάποια στιγμή μια διάφανη σφαίρα άρχισε να κινείται σ΄ αυτόν τον μαύρο χώρο. Ενθουσιάστηκα βλεποντας την και την παρατηρουσα καθως κινιόταν όμορφα και αρμονικά.
Άρχισε να με πλησιάζει…
Ξαφνικά η σφαίρα μπήκε μέσα μου, στην κοιλιά μου, δεξιά. Αγγίζοντας τη, την αισθανόμουν. ‘Ύστερα από λίγο μετατοπίστηκε κι άρχισε ανεβαίνει προς τα πάνω. Μεγάλωσε και με εγκλώβισε μέσα της. Κινιόμουν μέσα αυτήν και ένιωθα το σώμα μου χαλαρό. Η σφαίρα άρχισε να κινείται στο χώρο παρασύροντάς με, αλλά αυτό με έναν περίεργο τροπο μου άρεσε και με συγκινούσε.
Σιγά-σιγά γέμισε με νερό. Τελείως διαφορετική αίσθηση. Δεν με ενοχλούσε το νερό. Αντίθετα με βοηθούσε στην κίνηση και μου έδινε ηρεμία. Το σώμα μου άρχισε να μεγαλώνει και απέκτησα κινητικότητα στα χέρια και τα πόδια. Έπαιζα με το νερό και γελούσα. Ήμουν ευτυχισμένη!
Το σώμα μου μεγάλωσε κι άλλο. Δεν είχα πολύ χώρο πια. Δεν μου πολυάρεσε αυτό. Άρχισα να διαμαρτύρομαι. Η σφαίρα δεν καταλάβαινε. Με πίεζε ώστε να βγω έξω…
«Δεν θέλω, φώναξα. Δεν μου αρέσει το άγνωστο. Είμαι μια χαρά εδώ. Το νερό είναι ζεστό και η φωνή της γλυκιά. Τραγουδάει και με κάνει να χαίρομαι! Τακ,τακ,τακ το ακούω και γαληνεύω».
Η σφαίρα άρχισε να με πιέζει περισσότερο. Κάτι με έσπρωχνε αλλά δεν ήξερα τι. Σιγά-σιγά αισθάνθηκα ότι μετακινιόμουν προς τα έξω. Δεν μου άρεσε. Δεν ήθελα!
Εκείνη φώναζε, έκλαιγε, πονούσε. Το ένιωθα ότι πονούσε.
«’Όχι, όχι μην κλαις, δεν θέλω να πονάς, της είπα. Δεν το κάνω εγώ. Εγώ θέλω να είσαι χαρούμενη και να μου τραγουδάς. Δεν θέλω να σε πονάω. Δεν θέλω όμως ούτε να βγω έξω. Θα μείνω εδώ, το αποφάσισα».
Κάτι άλλαξε τότε. Δεν είχα καθόλου χώρο πια. Εκείνη την στιγμή κατάλαβα ότι δεν εξαρτιόταν από μένα. Έτσι είναι η ροή της ζωής. Αφέθηκα προς την έξοδο. Γλίστρησα όμορφα και απαλά.
Ξαφνικά συνάντησα εμπόδιο. Δεν ήμουν μέσα στο νερό αλλά δεν μπορούσα και να οδηγηθώ στον έξω κόσμο. Αχ! τι πόνος! το κεφάλι μου… Πονούσα φριχτά…
«Όχι! Δεν θα σας περάσει παλιόχερα. Εγώ θα βγω. Θα βγω φώναξα με όλο μου το είναι. Θα ζήσω!»
Βρέθηκα έξω. Η πίεση σταμάτησε. Για λίγα δευτερόλεπτα δεν ανάπνεα ξαφνιασμένη. Μετά ήρθε η αναπνοή.
«Περίεργο αναπνέω χωρίς νερό σκέφτηκα. Μμ! περίεργη και όμορφη αίσθηση. Ωραία, εδώ θα μείνω, είναι καλά!»
Δυο χέρια άρχισαν να με τραβάνε.
«Που με πάτε, που με πάτε παλιόχερα δεν σας θέλω φώναξα με δύναμη. Αφήστε με εδώ! Αφήστε με σας λέω!
Νερό, συνάντησα πάλι νερό. Ευτυχώς, γνώριμο έδαφος. Το σώμα μου έπλεε. Το κεφάλι μου ήταν έξω στον αέρα αλλά αυτό δεν μ’ ενοχλούσε πια. Αντίθετα μου άρεσε.
«Ωραία, εδώ θα μείνω ξανασκέφτηκα.»
«Ωχ! αυτή με τ’ άσπρα έρχεται πάλι. Τι θέλεις; Μην έρχεσαι, της είπα δυνατά. Δεν θέλω να με πιάσεις ασχημομούρα. Δεν θέλω να με πάρεις από εδώ!»
Δεν με άκουγε. «Άκουσε με! της φώναζα, δεν θέλω να φύγω.»
Εκείνη τίποτα. Με έπιασε και με μετέφερε. Χτυπιόμουν. Κουνούσα μ’ όλη μου την δύναμη τα χέρια και τα πόδια. Τίποτα.
Τακ! Τακ! Τακ! Γνώριμο. Ήταν εκείνης.
Ήμουν πάνω σε κείνη, όχι μέσα της πια. Πάνω της.
Με άγγιζε και ένιωθα τη χαρά της. Μου άρεσε πολύ. Εκεί υπήρχε ασφάλεια.
«Μην αφήσεις να με πάρει πάλι αυτή, της είπα παραπονιάρικα.»
Εκείνη με χάιδεψε τρυφερά…
Γαλήνη. Γαλήνη μέσα μου και ηρεμία.
Εκεί θα έμενα λοιπόν. Εκεί που μου άρεσε πραγματικά. Στην αγκαλιά της μανούλας μου! Έκλεισα τα μάτια και κοιμήθηκα ήρεμη και ευτυχισμένη.
Αυτή ξέρει και εγώ αφήνομαι!
Πηγή : https://www.paidorama.com